- επικατάδυσις
- έπικατάδυσις, ἡ (Α)1. η δύση αστεριού μετά την ανατολή ή τη δύση τού ηλίου2. αστρολ. ονομασία τού όγδοου τόπου, δηλ. μιας θέσεως πάνω στον ζωδιακό κύκλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικατάδυσις — setting of a star just after sunrise fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδύσει — ἐπικατάδυσις setting of a star just after sunrise fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικαταδύσεϊ , ἐπικατάδυσις setting of a star just after sunrise fem dat sg (epic) ἐπικατάδυσις setting of a star just after sunrise fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαταφορά — ἐπικαταφορά, ἡ (Α) αστρολ. ονομασία τού όγδοου τόπου, δηλ. μιας θέσεως πάνω στον ζωδιακό κύκλο, αλλιώς επικατάδυσις* … Dictionary of Greek
ἐπικαταδύσεως — ἐπικαταδύσεω̆ς , ἐπικατάδυσις setting of a star just after sunrise fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)